οσοσων

οσοσων
    ὁσοσῶν
    ὁσοσ-ῶν
    3
    ион. = ὁσοσοῦν См. οσοσουν

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οσοσων" в других словарях:

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»